Μία διεισδυτική ανάλυση της ιδεολογικοπολιτικής κοινότητας του έθνους από έναν από τους κορυφαίους αντιεθνικιστές ιστορικούς της Ελλάδας μαζί με κάποιες οδηγίες για την καλύτερη κατανόηση του έργου του γραμμένες από τον ίδιο.
Δημήτρης Λιθοξόου
‘Ετερα Άεθνα
Όποιος γράφει για το παρελθόν των εθνικών ζητημάτων, είναι συγγραφέας πολιτικών κειμένων και όχι αποστασιοποιημένων ουδέτερων πραγματειών. Ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά τη συγγραφή ενός έργου είναι ιδιαίτερα φορτισμένες πολιτικά. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, ή δεν έχουν προβληματιστεί πάνω στο ζήτημα ή διαλαλούν πως επιλέγουν τη νηφάλια μέση οδό, για να υπηρετήσουν καλυμμένα (συνήθως με το αζημίωτο) μία πολιτική. Όσοι ιστοριογραφούν για μεγάλα ζητήματα της ιστορίας, αναπόφευκτα πολιτικολογούν. Οι επαγγελματίες ιστορικοί αμείβονται από κρατικούς κορβανάδες ως εργαζόμενοι στο χώρο αναπαραγωγής κυρίαρχων ιδεολογιών. Τα περί «θεραπείας της επιστήμης» αποτελούν βάλσαμο για την ψυχή τους.
Ο κοινωνικά ανατρεπτικός λόγος, όταν υπάρχει, δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ερασιτέχνη. Ο χαρακτηρισμός αυτού του λόγου, από τους θεσμικά Ειδικούς, ως «υπόπτου και υπηρετούντα αλλότρια συμφέροντα» προκύπτει, καθώς οι επί χρήμασι εκδιδόμενοι, κρίνοντας εξ ιδίων, αδυνατούν να κατανοήσουν την παραγωγή έργου άνευ υλικής αμοιβής.
Η κατανόηση των όσων γράφω, εδράζεται στη θεωρία μου για το έθνος, η οποία δεν είναι απλώς προϊόν διανοητικής επεξεργασίας, αλλά συμπέρασμα ενός οδυνηρά βιωμένου κόσμου: Το έθνος λοιπόν, δεν είναι κατά τη γνώμη μου «φαντασιακό κατασκεύασμα», όπως υποστηρίζουν τελευταία αρκετοί πανεπιστημιακοί, ακολουθώντας άκριτα τον μη έχοντα επαρκώς κατανοήσει το εθνικό φαινόμενο Μπένεντικτ Άντερσον. Δεν είναι επίσης μία βιολογική κοινότητα, που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, όπως παραδοσιακά θεωρούν τα μέλη των εθνικών κοινοτήτων. Το έθνος αποτελεί μία μοντέρνα κοινότητα, συγκροτημένη στη βάση της ιδεολογικής πίστης μιας μυθικής κοινής προγονικής καταγωγής και δράσης των μη εχόντων τίτλους ευγενείας μελών της, η οποία μερικώς στηρίζεται σε αντικειμενικά πολιτισμικά στοιχεία. Μίας κοινότητας, που αποσκοπεί ταυτόχρονα να υψωθεί σε συλλογική γραφειοκρατία μιας χώρας και να αναπαραχθεί ως τέτοια. Συμπερασματικά, η ιδεολογικοπολιτική κοινότητα του έθνους, χρησιμοποιεί την ιστορία για να «αποκτήσει» τίτλους νομιμοποίησης έναντι των αντιπάλων της. Τίτλους, που θα της δώσουν το δικαίωμα στο «δικό της» κράτος. Η εθνική ιδεολογία, είναι η κυρίαρχη ιδεολογία των οικονομικοκοινωνικά ισχυρών, στη μεγάλη διάρκεια μεταξύ του τέλους των μεγάλων αυτοκρατοριών και την αυγή της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Δεν αγωνίζομαι για το έθνος μου ή για τα προσωπικά μου συμφέροντα. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν είμαι διεθνιστής αλλά άεθνος. Δεν είμαι ο μόνος άεθνος σε αυτή τη χώρα, αλλά σίγουρα δεν υπάρχουν πολλοί. Ξέρω πως ξενίζει ακόμα και η δήλωση της ιδιότητας. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο που ένας άνθρωπος δίχως έθνος, έχει χαρακτηριστεί σαν «ένα άτομο χωρίς σκιά». Η ένταξη σε ένα έθνος προϋποθέτει την πίστη στην εθνική ανάγνωση του παρελθόντος και την αποδοχή της πολιτικής πρότασης του εθνικού κράτους. Η δική μου εκδοχή της ιστορίας, για αυτή την περιοχή που ζούμε, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της «ιστορίας του ελληνικού έθνους». Ο δε στρατηγικός πολιτικός στόχος μου, εκείνος μιας πολυπολιτισμικής Ευρώπης, στην οποία πολλά λουλούδια ανθίζουν (κάτι που εν πολλοίς φαντάζει ως ουτοπία), είναι ριζικά διάφορος του εθνικού κράτους. Τα παραπάνω, δεν σημαίνουν πως πολιτισμικά είμαι μετέωρος, κάτι εξάλλου αδύνατον. Αντίθετα, αυτοπροσδιορίζομαι ως Ρωμιός (χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο, καθώς το όνομα Έλληνας το χρησιμοποιώ για όλους εκείνους που ανήκουν στο ομώνυμο έθνος).
Υπερασπίζομαι τη μακεδονική μειονότητα που ο ελληνικός περιφερειακός ιμπεριαλισμός ποδοπατάει εδώ και έναν αιώνα. Τα κίνητρά μου είναι ιδεολογικά – ηθικά, έτσι όπως εγώ έχω διαμορφώσει την πολιτική σκέψη μου και έχω ορίσει τις ηθικές μου αξίες. Όπως ένας άθεος δημοκράτης μπορεί να αγωνίζεται για την υπεράσπιση μιας θρησκευτικής κοινότητας που βρίσκεται υπό διωγμό στη χώρα του, έτσι και ένας άεθνος είναι δυνατόν να αγωνίζεται για το δικαίωμα μιας μειονότητας στη διάσωση της μητρικής γλώσσας και του πολιτισμού της, ή για το δικαίωμα ενός λαού στην εθνική του συγκρότηση (με όποιο ιστορικό μύθο εκείνο επιθυμεί) και τη διεκδίκηση της κρατική εξουσίας στην περιοχή όπου ζει. Ο στρατηγικός στόχος για τον οποίο αγωνίζομαι, δηλαδή εκείνος της υπέρβασης των συνόρων στην Ευρώπη και της μετάβασης σε μία δημοκρατική μεταεθνική κοινωνία των ευρωπαϊκών λαών, προϋποθέτει την ολοκλήρωση της εθνικής φάσης με δημοκρατικό τρόπο.
Η δημόσια διατύπωση της άποψής μου, ότι δηλαδή υπάρχει εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας μια μειονότητα, τμήμα μίας ευρύτερης κοινότητας που έχει αυτοπροσδιορισθεί μέσα από μια σύνθετη ιδεολογικοπολιτική διαδικασία (που έχει τις ρίζες της στις αρχές του 20ου αιώνα) ως μακεδονικό έθνος, κι ότι αυτή η μειονότητα έχει στερηθεί του βασικού δημοκρατικού δικαιώματος της θεσμικής διδασκαλίας της μητρικής της γλώσσας, καθώς επίσης τη δυνατότητα επιστροφής των ηλικιωμένων μελών της κοινότητας, που πήραν το 1949 το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς και αποκλείστηκαν μεταπολιτευτικά του επαναπατρισμού ως «μη Έλληνες το γένος», γερνώντας και πεθαίνοντας πέρα απ’ τα σύνορα, είναι που έκανε το έθνος των Ελλήνων να με υποδείξει ως «σκοπιανό προπαγανδιστή», τη μειονότητα να με θεωρήσει συναγωνιστή και τους γείτονες Μακεδόνες να με χαρακτηρίσουν φίλο τους.
Εναντιώνομαι σε ένα καθεστώς που αρνείται στους υπηκόους του το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Δεν αμφισβήτησα ποτέ το δικαίωμα της πλειοψηφίας των κατοίκων του ελληνικού τμήματος της γεωγραφικής Μακεδονίας, να θεωρούν τον εαυτό τους εθνικά Έλληνες, ακόμα και εκείνων των οποίων η μητρική τους γλώσσα τους είναι αυτή που χαρακτηρίζω ως μακεδονική. Ποτέ επίσης δεν αρνήθηκα σε κανένα να προσδιοριστεί και γεωγραφικά από τον τόπο καταγωγής του. Να είναι δηλαδή κάποιος μακεδόνας Έλληνας, όπως κρητικός Έλληνας ή ηπειρώτης Έλληνας κλπ. Η ηγεσία της ιδεολογικοπολιτικής κοινότητας του ελληνικού έθνους αρνήθηκε και αρνείται στους Μακεδόνες το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού (και ταυτόχρονα την ίδια την πραγματικότητα, διότι το μακεδονικό έθνος υπάρχει, ανεξάρτητα από τη θέληση των Ελλήνων).
Η άρνηση μιας εθνικής ιδεολογικοπολιτικής κοινότητας, να αποδεχτεί το γεγονός της ύπαρξης μιας άλλης εθνικής ιδεολογικοπολιτικής κοινότητας, ή με άλλα λόγια, η άρνηση ενός έθνους να αποδεχτεί το γεγονός της ύπαρξης ενός άλλου έθνους, εκτός από πολιτική σχιζοφρένεια, υποκρύπτει τη διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας σε αυτή την περιοχή από πλευράς του αρνούμενου. Το ελληνικό και το βουλγαρικό έθνος, αρνούνται την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, γιατί επί της ουσίας δεν αποδέχτηκαν ποτέ τα τελευταία 100 χρόνια, ότι η κρατική εξουσία στην περιοχή της Μακεδονίας μπορεί να ανήκει και σε άλλους εκτός από αυτούς.
Ένα έθνος υπάρχει ανεξάρτητα από την επιθυμία των εχθρών του. Η αναγνώριση της ύπαρξης ενός έθνους, την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών (σήμερα ΟΗΕ), σημαίνει και νομιμοποίηση του αιτήματος αυτής της κοινότητας για χωριστή κρατική συγκρότηση.
Ο αγώνας για την ένταξη των μειονοτικών γλωσσών και των υπό εξαφάνιση διαλέκτων, στη σχολική εκπαίδευση των αντίστοιχων περιφερειών, συμβάλλει στην ανάδειξη μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και όχι ενός «άκρατου εθνικισμού». Η υποχρέωση της αναγνώρισης του συλλογικού και ατομικού αυτοκαθορισμού, αποτελεί παγκόσμια δημοκρατική δέσμευση.
Η ελληνική εθνική θέση, για όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, έχει από τους εθνικούς ταγούς ξεκάθαρα αιτιολογηθεί και σημαίνει πως οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Εξηγούν μάλιστα πως αν αποδεχθούν εθνικό προσδιορισμό του ονόματος της Μακεδονίας, αυτό θα μετατραπεί σε όχημα αλυτρωτισμού, πως δηλαδή κατόπιν θα τεθεί θέμα ύπαρξης εθνικής μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Ακόμα και η Αριστερά σε αυτό τον τόπο (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) αρνείται την ύπαρξη του μακεδονικού έθνους και της μακεδονικής μειονότητας (και συνακόλουθα το ίδιο το πολιτικό παρελθόν της και τους παλαιούς συντρόφους της κατά τον εμφύλιο πόλεμο). Ειδικότερα η επισήμανση από πλευράς μου του διεθνιστικού λόγου του ΚΚΕ του μεσοπολέμου, αποσκοπεί όχι στο να υπερασπιστώ εκ των υστέρων, το λενινιστικό κίνημα, αλλά να υπογραμμίσω, δια της συγκρίσεως, τον εθνικο-σοσιαλιστικό χαρακτήρα της σημερινής γραφειοκρατίας του Περισσού.
Πρόσφατες προτάσεις «προοδευτικών» πανεπιστημιακών προς το ελληνικό έθνος, όπως: α) το ελληνικό έθνος δεν πρέπει να αρνείται ότι υπάρχει «(σλαβο-)μακεδονικό έθνος» ή «(σλαβο-)μακεδονική εθνική ταυτότητα» ή «σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες» και να λαμβάνει «μέτρα καταστολής της σλαβοφωνίας» [Σκουλαρίκη] ή β) να μιλήσουμε «για τα δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων που ζουν στη χώρα μας», να επιτρέψουμε σε «κάτι γερόντια άνω των ογδόντα», τη δυνατότητα «επίσκεψης» στην Ελλάδα, όχι όμως και τον επαναπατρισμό, καθώς αυτός «σκοντάφτει στις δημεύσεις, καταπατήσεις κλπ. περιουσιών» και βέβαια, να πράξουμε τα ανωτέρω, χωρίς να «υιοθετούμε το σλαβομακεδονικό εθνικισμό και την επιχειρηματολογία του» [Μπουρνάζος] ή γ) «πρέπει να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε, δηλαδή να επιμένουμε στα περί "ανύπαρκτων Σλαβομακεδόνων"», καθώς «οι άνθρωποι αυτοί ζουν στη χώρα μας και είναι υπαρκτοί αλλά λίγοι: 30-40 χιλιάδες», κάποιοι δε από αυτούς, ακόμα λιγότεροι, «έχουν "μακεδονική" εθνική συνείδηση», οι οποίοι σε καμία ωστόσο περίπτωση δεν αποτελούν μειονότητα, «γιατί η μειονότητα προϋποθέτει μεγάλους αριθμούς» [Ηρακλείδης], αποτελούν προτάσεις οι οποίες θυμίζουν το Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας και υπενθυμίζουν εμφαντικά πως στα εσώψυχα των περισσότερων ιθαγενών αντιεθνικιστών κρύβεται ένας Έλληνας.
Επί της ουσίας τα προαναφερόμενα κείμενα αποτελούν τα πιο προωθημένα και έξυπνα γραπτά της ελληνικής εθνικής πολιτικής στο μακεδονικό. Πρόκειται για την ελληνική εθνική στρατηγική του μέλλοντος. Μια γραμμή που εκφράζεται από τη «μη εθνικιστική» διανόηση των ιστορικών, κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων και των γενικώς «παρατηρητών» και «ερευνητών» των μειονοτικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται για λόγιους, που ανεξάρτητα από το όποιο αιρετικό φοιτητικό παρελθόν τους, σήμερα ζουν εντός του ακαδημαϊκού εθνικού κατεστημένου, εμφανιζόμενοι υπεράνω εθνικών «φαντασιακών κατασκευασμάτων», μετρώντας τα λόγια τους, προσέχοντας τις κακές συναναστροφές και αναπαράγοντας αυτάρεσκα τη συντεχνία τους, γράφοντας διατριβές για τα έργα και τις ημέρες των Σλάβων της ημεδαπής. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, καθώς υπάρχουν και οι εκτός της Ελλάδας κρίνοντες συνάδελφοί τους, αποδέχονται μεν τη στοιχειώδη για την Ευρώπη υποχρέωση αποδοχής του ατομικού ή συλλογικού προσδιορισμού, άρα το όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, για να μπορέσουν στη συνέχεια να αρνηθούν διά της αποσιωπήσεως, της «σλαβομακεδονικής» αναβάπτισης ή «του μικρού μεγέθους» την ύπαρξη της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Είχα γράψει σε μία Зора, την περίοδο της ελληνικής αντιμακεδονικής επίθεσης του ‘90, και ξαναλέω εδώ, πως θεωρώ Λυδία Λίθο για τους πραγματικούς φίλους του μειονοτικού κινήματος στην Ελλάδα, τη δημόσια αναγνώριση ύπαρξης μακεδονικού έθνους και εθνικά μακεδονικής μειονότητας που ζει στη χώρα και στερείται των δικαιωμάτων της εδώ και περίπου έναν αιώνα. Ο Τριαρίδης έδειξε στους διανοούμενους τον πόρο για τη διάβαση του Ρουβίκωνα και τις εθνικές επιπτώσεις της αποκοτιάς του. Έχουμε την υπομονή να περιμένουμε τον επόμενο.
Στην προεθνική Μακεδονία και Θράκη, υπήρχε ένα γλωσσικό συνεχές νότιων σλαβικών διαλέκτων με κοινά χαρακτηριστικά, που ξεκινούσε από την περιοχή της Κορυτσάς και κατέληγε στην Ανδριανούπολη. Από αυτό το σλαβικό γλωσσικό συνεχές, η πολιτική επέλεξε μέσω δύο αντιμαχόμενων ιδεολογικοπολιτικών κοινοτήτων, να δημιουργήσει δύο εθνικές γλώσσες: τη βουλγαρική πρώτα, και τη μακεδονική στη συνέχεια. Είναι τα έθνη που καλλιέργησαν ένα παλαιό γλωσσικό διαλεκτικό υλικό και ονόμασαν τις δύο λόγιες γλώσσες που δημιούργησαν με τα εθνικά τους ονόματα, και όχι οι γλώσσες που δημιούργησαν τα έθνη.
Στο ζήτημα της σχέσης γλώσσας και έθνους, ας σημειωθεί πως κάτω από ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις, μία διάλεκτος επιλέγεται, καλλιεργείται, αναπλάθεται, κάποιες φορές μετονομάζεται, αναπαράγεται μέσα από θεσμούς και γίνεται εθνική γλώσσα. Για παράδειγμα αυτό που εμείς χαρακτηρίζουμε σήμερα ως δημοτική ελληνική, μέχρι το 1821 περίπου χαρακτηριζόταν ως ρωμαίικη ή γραικική γλώσσα. Είναι η ιδεολογικοπολιτική κοινότητα του έθνους των Ελλήνων που βάφτισε αυτή τη γλώσσα ως «ελληνική».
Το ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων στη Μακεδονία, είναι μια σύνθετη ιδεολογικοπολική διαδικασία, που συντελείται από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και εντεύθεν. Τα γλωσσικά σύνορα στη Μακεδονία, πριν τη βίαιη μετακίνηση των πληθυσμών της περιόδου 1912-1949, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί έχουν να κάνουν με την εξάπλωση μέσα στο χώρο, διαφορετικών πολιτισμών, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται πριν από το ισλάμ και το χριστιανισμό. Για παράδειγμα, στην περιοχή Καστοριάς, νότια της πόλης, η μακεδονική και η ελληνική γλώσσα, λες και χωρίζονται (πριν το 1912) χωριό-χωριό με φυσικά σύνορα. Οι δύο αυτοί πληθυσμοί, όπως επίσης οι Αλβανοί δυτικά ή οι Βλάχοι της Πίνδου, ζουν στις περιοχές τους εκατοντάδες χρόνια.
Εάν δεν προσεγγίσεις το έθνος ως ιδεολογικοπολιτική κοινότητα, είναι αδύνατον να κατανοήσεις πώς ένα χωριό της Μακεδονίας με κοινό πολιτισμικό παρελθόν, βγάζει περισσότερα του ενός έθνη. Πώς για παράδειγμα η «σλαβόφωνη» Γκάλιστα (Галишта) Καστοριάς γεννάει Βούλγαρους, Μακεδόνες, Έλληνες και Τούρκους. Πώς τα παιδιά μιας μάνας γίνεται να ανήκουν σε τρία έθνη.
Ως πρώτοι εθνικά Μακεδόνες μπορούν να θεωρηθούν οι καθ’ ημάς «Βούλγαροι» που αγωνίστηκαν με συνέπεια για την Αυτονομία της Μακεδονίας και την πολιτική ανεξαρτησία τους από το κράτος των Σιώπηδων, δηλαδή την εξουσία της Σόφιας.
http://www.sitemaker.gr/antiethnikistik/
Κυριακή 17 Αυγούστου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου