Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε πολλές δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες, πολιτικά κινήματα που χαρακτηρίζονται λαϊκιστικά, νεο-λαϊκιστικά, εθνικο-λαϊκιστικά ή δεξιά λαϊκιστικά (ακόμα και λαϊκιστικά της ριζοσπαστικής Δεξιάς) επιβλήθηκαν στην πολιτική σκηνή, εκμεταλλευόμενα την κρίση εμπιστοσύνης έναντι των θεσμών και των κυβερνωσών ελίτ στις πλουραλιστικές δημοκρατίες. Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, όλα προσωποπαγή -διευθυνόμενα και ενσαρκωνόμενα από ταλαντούχους και ανησυχητικούς δημαγωγούς- εκμεταλλεύονται τα «αντιπολιτικά» αισθήματα, μέχρι του σημείου να παρουσιάζονται ως «αντικομματικά κόμματα», και μεταφράζουν στον δημαγωγικό τους λόγο την απόρριψη της μετανάστευσης (στιγματιζόμενης ως φορέα απώλειας της εθνικο-περιφερειακής ταυτότητας ή της εθνικής κυριαρχίας), ένα ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας και το αίτημα αυταρχικής αποκατάστασης της τάξης, την εχθρότητα στην Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση (...).
Στη ρητορική του νέου λαϊκισμού, στην καταγγελία του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος προστίθεται αυτή του «παγκοσμισμού», που ερμηνεύεται ως «συνωμοσία» κατά των λαών και των εθνών. Ο αντι-ελιτισμός και ο αντι-παγκοσμισμός συγκροτούν έναν φαύλο κύκλο, τροφοδοτώντας το συνωμοτικό φαντασιακό. Οι περισσότεροι παρατηρητές εκκινούν από μία διαπίστωση: αυτή του ρήγματος ανάμεσα στον λαό και τις εξουσιαστικές ελίτ, της αυξανόμενης απόστασης μεταξύ του λαού και του πολιτικού συστήματος. Η συνηθισμένη διάγνωση είναι αυτή μιας κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που από τους πιο αισιόδοξους ερμηνεύεται ως κρίση ανάπτυξης. Στο εξής, το ρεμέδιο θα ήταν η συρρίκνωση της απόστασης ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, πράγμα το οποίο μεταφράζει η πολιτική προσφορά για «περισσότερη εγγύτητα». Ωστόσο, η κρίση θα μπορούσε να κλονίσει την ίδια τη νομιμοποίηση του δημοκρατικού-αντιπροσωπευτικού συστήματος, που προκαλεί στους πολίτες ένα αίσθημα ανικανοποίητου και το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί με προσίδια μέσα. Εκδηλώνονται αιτήματα ταυτότητας και ασφάλειας, κοινοτικής αδελφότητας και σεβασμού του περιβάλλοντος, ριζώματος στο τοπικό και άμεσης δημοκρατίας, τα οποία ούτε οι διανοητικές ελίτ ούτε οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί αναγνωρίζουν στην πληρότητά τους. Εξού και η κινητοποίηση του «λαού» κατά του πολιτικού και διανοητικού κατεστημένου, και η εμφάνιση αντι-συστημικών κομμάτων.
Τα σημερινά εθνικό-λαϊκιστικά κινήματα στην Ευρώπη παρουσιάζουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
1) Την προσωπική έγκληση που απευθύνει ο ηγέτης στον λαό.
2) Την έγκληση σε όλο τον λαό-με την εξαίρεση των απονομιμοποιημένων ελίτ, που γίνονται αντικείμενο υποψίας ως «συνωμοτούσες» -άρα, τη θέαση του εθνικού συναγερμού.
3) Την άμεση έγκληση στον αυθεντικό λαό, που παρέμεινε ο «εαυτός του», που διατήρησε δηλαδή την εθνική του ταυτότητα.
4) Την έγκληση για αλλαγή, που εμπεριέχει μια καθαρτήρια ρήξη με το παρόν (το υποτιθέμενο «διεφθαρμένο σύστημα»), αξεχώριστη από μια αντιφορολογική διαμαρτυρία, ενίοτε συνδεδεμένη με την απαίτηση δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας.
5) Την έγκληση για την «κάθαρση» της χώρας από στοιχεία θεωρούμενα «αναφομοίωτα», πράγμα το οποίο ορίζει το πρόγραμμα ενός «εθνικισμού του αποκλεισμού» με αντι-μεταναστευτική δεσπόζουσα. Η παρόξυνση αυτού του τελευταίου χαρακτηριστικού βρίσκεται στην αφετηρία μιας παρέκβασης προς έναν μεικτό τύπο ρατσισμού, περισσότερο διαφοριστικού-πολιτισμικού, παρά ανισωτικού-βιολογικού. Στον πολλαπλασιασμό αυτών των νέων κομμάτων-κινημάτων μπορούμε να δούμε τον δείκτη της ανάδυσης μιας νέας ακροδεξιάς, την οποία ο Piero Ignazi ονόμασε «μετα-βιομηχανική». Αυτά τα εθνικο-λαϊκιστικά κόμματα ενσαρκώνουν περισσότερο «μετα-φασιστικούς» παρά «νεο-φασιστικούς» σχηματισμούς (ετικέτα που τους αποδίδουν οι «αντιφασίστες» μαχητές) [...].
Η συγκριτική ανάλυση των προγραμμάτων των διαφόρων λαϊκιστικών σχηματισμών επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το νεο-λαϊκιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ιδεολογικής συνοχής στο επίπεδο του δόγματος, κάτι που θα έμοιαζε με «λαϊκιστική ιδεολογία». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει λαϊκιστική ιδεολογία, αλλά συνθέσεις ανάμεσα στις λαϊκιστικές διαμαρτυρίες και τη μία ή την άλλη ιδεολογική κατασκευή: ο λαϊκισμός αποτελεί πολιτικό ύφος που θεμελιώνεται στην έγκληση στον λαό, καθώς και στη λατρεία και την υπεράσπιση του λαού, συμβατό με όλες τις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες - φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός, αναρχισμός κ.λπ. Σε αυτές τις κινητοποιήσεις, που συνιστούν ταυτόχρονα απειλή αλλά και πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η έγκληση στον λαό από ηγέτες προικισμένους με χάρισμα και τηλεγενικές δεξιότητες, εκτός των ορίων του πολιτικού συστήματος, συμβαδίζει με την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας που υποτίθεται ότι απειλείται: το λαϊκιστικό ύφος είναι αδιαχώριστο από τον εθνοτικό-εθνικιστικό προσανατολισμό. Αυτός ο «λαϊκισμός αποκλεισμού» παίρνει είτε το πρόσωπο μιας κινητοποίησης διαμαρτυρίας (στα αριστερά ή στα δεξιά, κατά προτίμηση στα άκρα) είτε αυτό μιας ταυτοτικής κινητοποίησης, η οποία αναφέρεται στην εθνική κυριαρχία-ανεξαρτησία ή στη συλλογική ταυτότητα που πρέπει να συντηρηθεί από κάθε απομάγευση (η αντίδραση είναι είτε περισσότερο «εθνικοκυριαρχική» είτε περισσότερο εθνοτικο-ρατσιστική). Ζήτημα δοσολογίας των συνιστωσών αντίστοιχα, διαμαρτυρίας (αντιφορολογισμός, αντιελιτισμός, «αντικομματισμός» κ.λπ.) και ταυτότητας (κλασικοί ξενόφοβοι εθνικισμοί, αποσχιστικοί μικροεθνικισμοί, εθνοτισμοί και εθνοτικοεθνικισμοί, κ.λπ.). Ο νέος ευρωπαϊκός λαϊκισμός παρουσιάζεται είτε με τη μορφή ενός μαχητικού εθνοτικο-εθνικο-λαϊκισμού, όταν προκρίνει την ταυτοτική διάσταση, είτε με αυτή ενός σχεδόν αποϊδεολογικοποιημένου νεο-λαϊκισμού, όταν σε αυτόν κυριαρχεί η προσφυγή στους πόρους της μιντιακής επικοινωνίας, προκειμένου να εγγυηθεί τα προσωπικά συμφέροντα του ηγέτη.
Η έγκληση στον λαό είναι λαϊκιστική όταν αποφεύγει θεσμικές μεσολαβήσεις και βραχυκυκλώνει το πολιτικό σύστημα. Αυτό που είναι αποφασιστικό στη συγκαιρινή αντιπολιτική πολιτική είναι ότι παράγεται στον μιντιακό χώρο: οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας ευνόησαν την εφαρμογή νέων τελετουργιών στον πολιτικό αγώνα, όπου η προσωπικότητα του ηγέτη-δημαγωγού μετριέται από τη δημοτικότητα της τηλεοπτικής του εικόνας. Ο νεο-λαϊκισμός, τόσο στην Ευρώπη όσο και εκτός Ευρώπης, είναι ένας τηλε-λαϊκισμός. Στο εξής, ο δημόσιος χώρος τείνει να τοποθετείται εκτός του κοινοβουλευτικού πεδίου (...).
Εκφραση της δυσφορίας των πολιτών στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το νέο λαϊκιστικό κύμα μαρτυρά και την επανεπινόηση του εθνικισμού, ως προς το ότι οι εθνικο-λαϊκιστές ηγέτες πέτυχαν να μονοπωλήσουν την πολιτική μετάφραση των ταυτοτικών ανησυχιών συχνά με όρους εθνοτικούς και σε μια αυταρχική προοπτική. Απόδειξη γι' αυτό είναι ο πολλαπλασιασμός των προγραμμάτων που επικεντρώνονται στον αγώνα κατά της «μετανάστευσης-εισβολής» από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και η αυξανόμενη ισλαμοφοβία, ριζοσπαστικοποιημένη μετά τις αντιαμερικανικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ο «σοβινισμός της ευημερίας» εκφράζει την αφοσίωση των διαμαρτυρόμενων πολιτών στο κράτος-πρόνοιας, επομένως την παρουσία στο «λαϊκιστικό» ακροατήριο ενός προστατευτικού φαντασιακού, ενώ οι αντιφορολογικές κινητοποιήσεις βαίνουν προς την κατεύθυνση μιας ορισμένης αποδοχής των κανόνων του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Στις κλασικές μορφές του λαϊκισμού, η «αντι-στάτους κβο» στάση θεμελίωνε το σύνολο των διαμαρτυριών και των διεκδικήσεων, οι οποίες περιλάμβαναν την απαίτηση αναγνώρισης της αξιοπρέπειας των «απλών ανθρώπων», που μπορούσε να πάρει τη μορφή εξιδανίκευσης των απόκληρων μαζών. Ο παλιός λαϊκισμός ήταν ένας ηθικισμός, δομημένος μέσω ενός μανιχαϊκού δυϊσμού που αντιπαρέθετε τους φορείς του Καλού και της Αρετής, τους «έντιμους ανθρώπους» που συγκροτούν την «ενάρετη κοινότητα των εργαζομένων» απέναντι στα ενεργούμενα του Κακού και της Διαστροφής, τους «καρπωτές», τα «παράσιτα» ή τους «πλουτοκράτες», οι οποίοι «πίνουν το αίμα των φτωχών», κοντολογίς τους εκπροσώπους της εκμεταλλεύτριας τάξης, ανήθικης και τρυφηλής. Στον νέο λαϊκισμό φαίνεται να κυριαρχεί η υπεράσπιση του στάτους κβο: οι προνομιούχοι κύκλοι ή οι μέχρι τώρα μάλλον ευνοημένοι εκφράζουν την ισχυρή τους προσήλωση στα κεκτημένα πλεονεκτήματα ή στην κοινωνική τους θέση, που απειλούνται από τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης (απώλεια κυριαρχίας των κρατών, άνοιγμα των συνόρων κ.λπ.), χωρίς να ενδιαφέρονται για την κατάσταση εκείνων οι οποίοι αποκλείονται από το σύστημα. Η διάκριση που εισήγαγε ο Γκι Ερμέ ανάμεσα στον «λαϊκισμό των αρχαίων» και τον «λαϊκισμό των συγχρόνων» είναι πολύ διαφωτιστική, αποτελώντας αναλυτική κατηγορία: οι σχηματισμοί και οι παρατηρούμενες λαϊκιστικές κινητοποιήσεις παρουσιάζονται ως υβρίδια παλαιο- και νεο-λαϊκισμού (...).
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Pierre-Andre Taguieff (επιμ.), «Le retour du populisme. Un defi pour les democraties europeennes», Παρίσι, «Le tour du sujet/Universalis», 2004. Μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος.
πηγη:http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=904848
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου